Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008

ΑΣΚΗΤΙΚΑ। Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ






Ξεκίνησα να δουλεύω μιά  σειρά ασκητών ।Φιγούρες ψιλόλογνες ετοιμοες να φτάσουν στον ουρανό για να μπορούν καλύτερα να κοιτάζουν και να μετέχου στον πόνο του πεσμένου ανθρώπου που νοσταλγεί αλλά αδυνατεί να  δαμάσει τη θέληση του, να θυσιάσει το εγώ και να γευτεί τον πόνο με χαρά। Απουσιάζει ο λόγος που θα ενεργοποιούσε μια τέτοια κίνηση της θέλησης να σταυρωθεί· απουσιάζει η Ανάσταση। Οι ασκητές δείχνουν έναν δρόμο και έναν λόγο। Ο δρόμος είναι ο πόνος και ο λόγος είναι η ζωή καθολικά κι όχι αποσπασματικά। Θέλω να φτιάξω δώδεκα ασκητές, ανδρες και γυναίκες που θά χτίζονται μέσα σε φωτεινό περιβάλλον με αναφορά στο Θεό αλλα και σε κάθε  άνθρωπο που θα καταδεχτεί  να τους κοιτάξει। Ο πόθος μου είναι να φτιάξω με τη βοήθεια του θεού μιά εικόνα-μνημείο για την ποθούμενη ενότητα του ανθρώπου, μια εικόνα κοινωνίας। 
28-2-2008 τελειωσα σημερα με τη βοήθεια του Θεού τη σειρα των ασκητών।


Σήμερα Κυριακη της Κρίσης (2-3-2008) τέλειωσα το εισαγωγικό μου κείμενο για τους ασκητες και το ανεβάζω.

ΑΣΚΗΤΙΚΑ

ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΦΩΣ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ


Πως να μείνεις με τούς ανθρώπους; Πως τες πόλεις και τα χωριά τους να κατοικήσεις; Έχουν τόσα πολλά θελήματα, τόσες πολλές ενέργειες τόσες κινήσεις αναίτιες τα σώματα τους και ο νους τους τρέχει χωρίς λόγο αληθινό στο απροσδιόριστο! Πως να μείνεις με τούς ανθρώπους; Όσους κι αν επιλέξεις θα αμαρτήσεις. Άλλους θα αφήσεις, άλλοι θα λυπηθούν και θα σε πονέσουν. Εχτρούς θα κάνεις ακόμη κι αν δεν το θες και η μεγάλη σου αγκαλιά ανοιχτή να καλοδεχτεί δεν αρκεί να χωρέσει τη συνθετότητα της πραγματικότητας των ανθρώπων. Πως να μείνεις με τούς ανθρώπους; Έχουν τόσα πολλά διαφορετικά θελήματα τόσες επιφάνειες τόσες ιδιοτροπίες και το χωρισμό διαρκώς πολλαπλασιάζουν. Μακραίνουν τα πρόσωπά τους και ολοένα γυρεύουν να μονωθούν, να μείνουν κατάμονοι κι αυτό το λένε ζωή! Πως να στεργιώσεις μέσα στο χάος των ανθρώπων πού για αγάπη τους έχουν τον αφορισμό και για χαρά έχουν τον πόλεμο και το θάνατο.

Φτάνει όμως κάποτε καιρός πού η καρδιά ζητά και το κορμί το απαιτεί. Πρέπει να διαλέξεις τόπο να σταθείς να διαλέξεις δρόμο να κινήσεις και κατεύθυνση να κοιτάζεις. Είναι καιρός πού και η καρδιά άλλο δε βαστά στη μεσότητα_ δε βαστά τη λειψή ζωή, δεν αντέχει τον άλογο βίο και την περιφορά την ανόητη από ματαιότητα σε ματαιότητα, την κίνηση την αβάσταχτη από πόνο σε άλλο πόνο. Μισό κορμί, μισή ψυχή χείλι πικρό και χαμογέλιο αχνό. Φτάνει καιρός πού η καρδιά δεν αντέχει να ταΐζεται με τα ψιχία χαράς και με κλάσματα πραγμάτων. Τότε για μια μονάχα στιγμή όλα σταματούν, στην παύση αυτή όλα ζυγιάζονται και ύστερα ξανακινούν με άλλο ρυθμό κι άλλο λόγο και η καρδιά αναχωρεί και το κορμί ακολουθεί. Ο νους μονάχα δείχνει διστακτικός και ξεμένει λιγάκι πίσω κι όλο σε παλιά ξαναγυρνά_ Σε ερείπια «αγαπημένα» ξαναγυρνά πού στέγασαν ηδονές και μικρές φευγαλέες χαρές. Ο νους σταματά και κοντοστέκεται σε μορφές όμορφες ερωτικές πού σιγανά, νωχελικά καλούν ανεμίζοντας μαντήλια των ερώτων μοναδικά.
Όμως ο καιρός σήμανε και η καρδιά αναχωρεί και όλα εκείνην ακολουθούν. Όλα από κείνην παρασύρονται σε χορό μανικό πού ο Μόνος σέρνει στην ατλαντική του πλάτη την κτίση όλη κουβαλώντας με χαρά. Τότε η πλάση ανθίζει μες τη σιωπή πού διαρκώς ευχαριστεί μες την μόνωση πού πάντοτε συντροφεύει μες τη λυτρωτική φυγή πού αλάνθαστα οδηγεί στην φωτεινή των πραγμάτων πλευρά.
Η ζωή τότε φανερώνεται μες τα χέρια πού χωρίς στόχο υστερόβουλο χώμα πλάθουν μετά τη βροχή και πουλιά παραδεισένια ανασταίνουν μες τη σκοτεινιά των καιρών. Η ζωή τότε παρουσιάζεται μες τα λαγούμια τα βαθειά μες τες οπές της γης και σε χαράκια μακρυνά. Η ζωή είναι παντού, ήσυχη μυστική χωρίς φωνή και κινήσεις χωρίς κραυγές και ξαμώματα επιθετικά. Η ζωή τότε γίνεται μικρή κινησούλα διακριτική όπως τα χορταράκια τού καλοκαιριού στις όχτες δρόμων επαρχιακών στο φύσημα τού μελτεμιού. Γίνεται κινησούλα τόση δα πού φανερώνεται για μια στιγμή κι ύστερα ησυχάζει και μαζεύεται πάλε στη γερή χοϊκή της φύτρα, τη γη.
Ο νόστος της αθωότητας πού χάσαμε μικροί κάπου εκεί ψηλά σε αλώνια ματωμένα και σε τόπους αλαργηνούς με μαύρα βουνά και δάσα. Ο νόστος της απλότητας πού δεν γευτήκαμε ποτέ παρά σα φευγαλέα σκιά κρυφοκοιτάξαμε πίσω από ακτίνες ελεήμονος φωτός μες σε άδεια ιερά, αλλόκοτα και υψηλά. Ο χειμώνας εφέτος ήταν και πάλε μαζί μας. Αλλοπρόσαλλος μοναχικός όχι και μόνος. Με άβουλη καρδιά να μας παραφυλά, με ψίθυρους της βροχής να μας νανουρίζει και με των ανέμων τις αναίτιες ριπές να μας πετροβολά. Κάπου εκεί μες σε μεθυσμένες επιθυμίες και σε νόστους παραδείσου γυρέψαμε ασκητές να στήσουμε πάνω σε σανίδια επιτήδεια, ξόρκι να ιστορήσουμε στην απελπισία και στην ματαιότητα της προόδου πετροβολιά. Και γυρέψαμε στα μικρά ετούτα εικονίσματα να χτίσουμε τη ζωή με χώμα και φως. Τη ζωή όπως γίνεται αιώνες τώρα στις καρδιές και στα σώματα των ασκητών_ τη ζωή ως αιώνιο φίλιωμα των αντικείμενων. Τη ζωή ενότητα του παντός πού συμβαίνει στο νυν και αεί με κόπο και πόνο, με την εκούσια θυσία τού εαυτού. Κι έτσι κινήσαμε ταξίδι μακρυνό για τον πηγαιμό για την Ιθάκη των χρωμάτων και τη θεσπέσια Πηνελόπη των σχημάτων. Κι έπρεπε τρόπους να βρούμε να παντρέψουμε χρώματα και κινήσεις να αρμόσουμε μυστικά για να γίνει ζωγραφική η ζωή των ασκητών, η ζωή απ τη μεριά των ασκητών, όπου όλα αλληλοπεριχωρούνται φιλιώνοντας στην επιστροφή τους στην μεγάλη μήτρα της Ζωής. Παλέψαμε να βρούμε την αγαπητική συνύπαρξη τού χώματος, της ψημένης τερρακότας και χρωμάτων άλλων λαμπερών, δοξαστικών και ουράνιων πού διάφανα πανηγυρίζουν πάνω στην ηλοκαμενη σάρκα πάνω στα πετρωμένα ηλιοψημένα ενδύματα πού απροϋπόθετα εκτίθενται στη ροή των ανέμων και απροστάτευτα ριπίζονται απ’ την κάψα και την παγωνιά.
Οι ασκητές κινούνται σε χώρο μικρό, στενό, περιορισμένο, συστρέφονται, αναφέρονται στο Θεό πού απ’ την αγάπη Του κατέρχεται μέχρι τα πρόσωπά τους κι αυτοί άλλο δεν έχουν παρά να να στρέψουν τα βλέμματα τους να τον δουν. Απλώνουν τα χέρια σα παιδιά μικρά και φουχτώνουν τις καραμελίτσες της ευλογίας_ την αθωότητα, την παρθενία, την πενία, την εκούσια σαλότητα, τον ευτελισμό.
Πατούν και δεν πατούν στη γη. Όχι πως δεν την αγαπούν. Αλλά σκιάζονται μη την πληγώσουν με το τεράστιο βάρος του εγωϊσμού τους. Με τ’ ακροδάκτυλά των μονάχα αγγίζουν την έτσι για να γευτούν τη ζεστασιά πού άφησε πάνω της ο ήλιος ο μικρός ο μέγας έτσι καθώς ολημέρα ερωτοτροπούσε με το μεστωμένο ώριμο κορμί της.
Και στα πρόσωπά τους ο ίδιος ήλιος λάμπει χτίζοντας τες σάρκες τους με τις ακτίνες του να φεγγοβολούν πάνω στο ψημένο χώμα τού μετώπου τους, πάνω στες βασανισμένες, νηστεμένες, χιλιοραπισμένες παρειές. Πρόσωπα ολόφωτα να θεωρούν να ατενίζουν τη ζωή χωρίς λύπηση, χωρίς οίκτο και το θράσσος της απόστασης ενός κριτή. Και είναι όλοι εδώ μες την πολύχρωμη λιτανεία τους πού ζητά να λαμπρύνει το ντουνιά, να ικετέψει με τα «καλά» της χρώματα, τη βασανιστική συνθετότητα τού κόσμου, τα σπασμένα θελήματα των ανθρώπων να ευμενίσει πού διστακτικοί αργοπορούν να μπουν στην αρένα και χαρούμενοι να σπαραχτούν, βορρά να γενούν απ’ τούς λέοντες τού αιώνος τούτου και να λάμψουν κι αυτοί κατακαίγοντας με την καλή τους θυσία την κόλαση του εγωϊσμού.
Οι ασκητές οι εμοί έχουν χρώματα πολλά και θριαμβευτικά γιατί είναι κήρυκες πού διαλαλούν για τη δύναμη της ομορφιάς, χρώματα πού σεμνά και τρυφερά φωνάζουν πως ο κόσμος αλλιώς δε γίνεται να ζήσει παρά μονάχα με την ανόρια ελευθερία πού δέχεται να θυσιαστεί για χάρη του εχτρού, παρά μονάχα με τη σιωπή πού ποτέ δεν προηγείται της ερώτησης παρά μονάχα με την αγάπη πού υπομένει και στο σώμα βαστά όλα του κόσμου τα στρεβλά και τον πόνο και τον θάνατο με χαρά.
Οι ασκητές είναι αψηλοί γιατί όχι θέλουν να χωριστούν απ τούς αγαπημένους τους ανθρώπους. Απλώς ψηλώνουν γυρεύοντας μια ώρα γρηγορότερα να φτάσουν να συναντήσουν τον αγαπημένο τους Χριστό πού αιωνίως κατέρχεται. Οι ασκητές ψηλώνουν γιατί ζητούν ακόμη να δουν καλύτερα τον πόνο και των ανθρώπων τον καϋμό για νάχουν να παρακαλούν το Θεό, νάχουν να κλαίνε για να ποτίζουν με δάκρυα δροσιά τον άνυδρο τόπο της μοναξιάς και του πετρωμένου εγωϊσμού.
Οι ασκητές είναι κόσμος στον «κόσμο» μας. Είναι παραμυθία και παρηγορία και για τούτο είναι τόπος και χρόνος χαράς, είναι καιρός παράδεισου και φανέρωση Χριστού.

Γιώργος Κόρδης
Αγία Παρασκευή 2-3-2008
Κυριακή της Κρίσεως

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Είναι όλοι τους καταπληκτικοί. Μας ταξειδεύουν σε ένα κόσμο πολύ διαφορετικό απ' την ανούσια καθημερινότητά μας. Ισως και να μπορούν να μας βοηθήσουν να ξεχαστούμε για λίγο από τις ταπεινές μας ασχολίες...

Ανώνυμος είπε...

Εικονα-μνημειο της ασκητικης του προσωπου που ανοιγει παραθυρια να εισχωρισει το μυστικο φως στις στενωπους του βιου. Με πονο αληθεια και βαθια Αγαπη που καταργει ή καλυτερα αγιαζει τις αποστασεις και μετουσιωνει τα παντα σε αυρα Θεου οικειωση αιωνιοτητας. καθε φορα που η σιωπη γινεται χρωμα,σχημα,λογος,φωτος σωμα ολοι μας γινομαστε αληθηνοτεροι. Φ ω τ α σ π α σ μ ο υ ς. Κατερινα

aikaterini είπε...

kειμενο ζεστο, παραμυθητικο σαν αληθεια που αποκτα ελπιδα κοινωνιας γιατι η οραση που ξεκλειδωνεται ειναι εκεινη της
καρδιας που ναι αλλο δεν βαστα μεσα σε κλασματα πραγματικοτητας αλλα αποζητα την ζωη στην καθολικη πληροτητα
του ειναι.Οι ασκητες του Γ.Κορδη μετουσιωθηκαν απο το χρωμα και το φως της προσωπικης του ασκητικης κι εγιναν μια
ευληπτη θελκτικη προκληση αγιασμου ενω ισοδυναμα ο λογος του ετσι οπως αναβλυζει στο κειμενο αποτελει μια
ολανοιχτη αγαπητικη προσκληση στο θεικο πανυγηρι της καθολικης ενοτητας. Ευχομαι και προσευχομαι να ειναι
παντα ευλογημενος να λειτουργει το ονειρο του Θεου. Φωτασπασμους Κατερινα

Vasiloaia Monica είπε...

Everything is great! I had the chance to admire your work in the Faculty of Theology Iasi (Romania). I love the range used, transparency and safety line. God bless!

zografikikaialla.. είπε...

Εξαιρετικές οι εικόνες των ασκητών, μοιάζουν να μας τραβούν στο ύψος τους...Εξαιρετική η σκέψη και ο λόγος σας!