Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

ΜΝΗΜΗ

ΜΝΗΜΗ

Βάρος η μνημη είπαν/

βάρος και μια εξουσία/

κατά τη μεριά των ίσκιων/

οταν όλα θα ρθούν /

σεμνά θα  ζυγώσουν  και μια λεύκα/

μόνη θα φυλορροεί

σε πεδιάδα με ασπίδες απαστράπτουσες/

χτισμένες άτακτα νωχελικά/

Πρόσωπα που άσκοπα με τόλμη τον

Ήλιο χλεύσαν  και μιά

Αντιγόνη σκιά

Ολογυρνά

κεφαλές  αγάλματα

γέροντες σοφούς, οπτασίες ολόσωμες

κατάσαρκα φορώντας

Όνειρα  βαθύσκιωτα, βουβά

σε κάστρα μάταια

ματοκυλισμένα περήφανα.

Βάρος η μνήμη και ίσκιος

που χαμηλώνει τόν ουρανό…

Είναι τόσο μικρή η καρδιά

τις μνήμες όλες να βαστάξει

να λυπηθεί

να αντέξει τόσα όνειρα

τόσα βέλη νόστου να τρυπηθεί!

Τόση μικρή η καρδιά…

 

 

Σάββατο 18 Απριλίου 2009


“Δος μοι τούτον τον ξένον….”

Οι Επιτάφιοι των Ελλήνων

 

         Και να που η πόλη μας είναι όμορφη μέσα στη ζήτηση τη σιγανή της μοσχοβόλας νύχτας. Στρατιές απο ήσυχους που δεν απήτησαν ίσως  ποτέ το πολύ και το τελείως. Στρατιές απο αγγέλους που δεν το ζήτησαν αλλά τους δόθηκε γιατί έτσι θέλησε ο Θεός.  Διαβαίνουν ήσυχα, ειρηνικά μέσα απ τα άχρωμα αλλά τόσο αληθινά σοκάκια της πόλης μας. Αυτά που δεν διεκδικούν να είναι όμορφα αλλά για τούτο και είναι. Ταπεινά κι ωραία. Είναι στη ώρα τους, πάντα έτοιμα να δεχτούν τον πόνο των ανθρώπων και τον Επιτάφιο θρήνο για το Χριστό.           Ετούτα το σοκάκια εἰναι αγκαλιά και πέρασμα,  με τα λιγοστά λουλούδια όσων ακόμη σεμνά παλεύουν, με τις ανθισμένες πασχαλιές και τις θεριεμένες λιοφάτες να γεμίζουν τον κόσμο με μυρουδιές ταπεινές που σε τίποτα δε μοιάζουν στις μνημειακές αλλά στημένες συνθέσεις  τόπων ξένων που ζητούν να εντυπωσιάσουν και να υποβάλλουν. Τα μικρά σοκάκια που προέκυψαν μέσα απο την παρανομία των ελλήνων να στεγάσουν την φτώχεια τους και την αγάπη τους, μέσα απο την άπονη του κράτους βία που πάντα θα ζητά μες  στους αιώνες να σταυρώσει τον Προμηθέα των ονείρων και της αγάπης.

         Κι όμως ετούτα τα σοκάκια είναι ωραία κι αληθινά και ίσως τα μόνα έτοιμα απο πάντα να δεχτούν ετούτο τον ξένο. Πού αλλού να βρεί φωλιά να κουρνιάσει ετούτος ο ξένος που τον αρνήθηκαν οι εδικοί του, που τον εγκατέλειψαν οι φίλοι και τον πρόδωσαν ακόμη και οι πιό στενοί;  Που αλλού να βρεί τόπο να περάσει ο μεγάλος ξένος, ο μόνος, ο αληθινά πτωχός που δεν κράτησε τίποτα και δεν θέλησε καμμία βοήθεια για να προστατεύσει το εγώ;

         Τα σοκάκια του Επιτάφιου που γίνονται όμορφα με την ταπεινή των ελλήνων κατάθεση έτσι καθώς ακολουθούν χωρίς καλά καλά πολλές φορές να ξέρουν το γιατί. Ακολουθούν σιγομουρμουρίζοντας ύμνους  “ η ζωή η Τάφῳ…” , σιγοψιθυρίζοντας  σχέδια για την ημέρα της Λαμπρής. Αγόρια που χαζεύουν όμορφες και κορίτσια ανά δυό που κρυφογελούν, γονείς που καμαρώνουν κι άλλοι με κεφάλια σκυμένα απ το βάρος μνήμης βαρειάς και νοσταλγίας ανείπωτης. Απο τα παράθυρα κεφάλια προβαίνουν και θυμίαμα σκαρφαλώνει αδέσποτο στον λεπτό αιθέρα του αττικού ουρανού. Η κεκραμμένη ετούτη θυσία  ομορφαίνει τα σοκάκια των νεοελλήνων με την ταπεινή και ανεπιτήδευτη πραγματικότητά της. Τι καλά θάταν να είναι όλα τέλεια. Αλλά αυτό δε γίνεται. Έτσι, καλύτερα αυτό το αληθινό περίπου,  το  καθαρό ακάθαρτο, τό μουτζουρωμένο άσπρο των αθέλητων αγγέλων που διαβαίνουν τα σοκάκια του γλυκύτερου Έαρος.

         Στρατιές που κυλούν μέσα στους δρόμους και σιγά σιγά φθίνουν έτσι καθώς πολλοί διαρρέουν  προς τα σπιτια τους κουρασμένοι και ανήμποροι να βαστάσουν μέχρι τέλους την ακολουθία. Όμως πόσο γεμάτοι θα μένουν πάντα οι δρόμοι ετούτοι απο την ευλογημένη θυσία , την αβίαστη και αληθινή όσων το θέλησαν γιατι η καρδιά τους το ζητούσε κι όσων το θέλησαν γιατί δεν είχαν άλλο να κάνουν, όσων το θέλησαν γιατί δεν ξέρουν το γιατί αλλά άφέθηκαν στου μυστηρίου την ορμή και τη γλύκια του έαρος ετήσια συνήθεια. Ακόμη κι έτσι το μυστήριο των Επιταφιών είναι εδώ να μυραίνει τις γειτονιές, να ευλογεί τα σοκάκια των νεοελλήνων,  να “εξαγιάζει” τον κόσμο με την ταπεινή ετούτη αναίτια πορεία τη μόνη που δεν διεκδικεί για τον εαυτό της κάτι αλλά απλά συνοδεύει τη ζωή εν Τάφῳ, για μιάν αγάπη, για μιά συνήθεια, για ένα κάτι που ακόμη ο νους δεν το κατέχει.

         Ο Επιτάφιος των νεοελλήνων είναι βαθεία  στη ζωή υπόκλιση, το πιό μεγάλο, το πιό ευλογημένο ναί που όλα τα καταδέχεται κι όλα τα χωρά, που όλα τα παρασέρνει και τα πριν ενώνει διεστώτα. Και έστω για λίγο, έστω για μιά στιγμούλα τόση δα στον κόσμο αναφωνεί πώς η ζωή είναι μπορετό να γίνει, να σταθεί να ανθίσει ν αναστηθεί.

 

                                                                        Μ. Σάββατο 18-4-2009

                                                                        Αγία Παρασκευή

 

 

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ "ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ"...


Περί ρυθμού  και άλλων “δαιμονίων”…

 

Ο ρυθμός, η ροή του χρόνου, η διαχείριση της κίνησης, η πρόσληψη του σώματος, η υπέρβαση της διασπασμένης ανθρώπινης ύπαρξης, η συνένωση των πριν διεστώτων. Ο ρυθμός, η πεμπτουσία της ύπαρξης, η εκκλησιολογία της τέχνης.

Φως που τρεμοσβήνει στην καντηλα. Φώτα που λιγοστεύουν και πάλι πυκνώνουν μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο δειλινό. Ήχοι που πάλλονται, που χαμηλώνουν για να ψηλώσουν και πάλι μέχρι τα ουράνια η για να κατεβάσουν τα ουράνια στο αδυσώπητο παρόν. Ύμνοι που τρέχουν και όμως είναι πάντα εδώ, στο απροσδιόριστο τώρα, στο νύν και αεί. Χρώματα που πάλλονται πάνω σε τοίχους και σε σανίδια μοσχομυριστά, σκαμένα με ίδρωτα και φρύδια σμιχτά της προσευχής. Χρώματα αγριολούλουδα, μίμηση αγρών μαγιάτικων των βουνών. Χρώματα που ανεβοκατεβαίνουν  απο τα διάφανα ψυχρά στα πυκνά θερμά και πάλι στα ανάλαφρα φωτεινά και στα ιερά σκιερά. 

Ο ρυθμός που σέβεται, που ενώνει τα σώματα. Άλλοτε γρήγορος κι άλλοτε αργός αλλά βαρύς και επιβλητικός. Ἀλλοτε ανάλαφρος και παιγνιδιάρικος όμως πάντα αγαπητικός και ερωτικός. Ο ρυθμός χέρι που σέρνει στο χορό ψυχές και σώματα, υπάρξεις βαλαντωμένες, μοναχικές, ξεχασμένες η  παρατημένες. Ο ρυθμός, πνοή ζωής που φέρνει σε εκκλησία, σε κοινωνία αγάπης, σε σώμα συστήνει Χριστού. Σώμα γερό απ όπου κανείς και τίποτα δε λείπει. Κι όλοι κι όλα είναι στο εδώ και στο τώρα στο γλυκόπικρο ποτήρι να μεταλαβαίνουν. Σε ποτήρι που κερνά χαρά για τα μελλούμενα και πρίκες συγκερνά για τό όσα τα μάτια θωρούν κι οι αιστήσεις   νοιώθουν.

Ο ρυθμός, η πνοή του Θεού, το χνώτο του Θεού, τό χάδι του Θεού , κίνηση που ακολουθεί τον αιώνιο χορό Του μέσα στη ματωμένη στην πονεμένη αλλά ωραία  κτίση.  Ο  ρυθμός νόστος είναι της παντοτινής παραδείσου, της  αιώνιας πανύγυρις όπου  όλα μες το φώς και στη χαρά της παρουσίας ενώνονται διαρκώς και κάθε φορά ανεπανάλληπτα.

 

Τρίτη της Διακαινησίμου του 2009

Απριλίου 21.

 


Σε τον αναβαλλομενον φως ως ιματιον…

 

Τι κι αν ρημαξαν τα προσφυγικά

Τι κι αν όλοι φύγανε κατά την ηδονη

Τι κι αν τα πουλιά δεν μας καταδέχτηκαν ξανά.

Χέρια απλώνουν απο παντού

Τώρα

Ξεπροβοδίζουν , καλούν, ξαμώνουν

Αφήνουν

Χάδια και παρακλήσεις

Όνειρα μετέωρα

Ψυχές που αντωμώνουμε

κάθε Μεγάλη Παρασκευή μες το κλάμα

του νόστου τη θαμπή ματιά

των αναμνήσεων

των άσκοπων περιπλανήσεων

σε δρόμους σιωπηλούς

με λεύκες και αφτιασίδωτους παλιάτσους

με αγάλματα μάρτυρες

ντροπαλούς συντρόφους και δειλούς

μετανάστες

υπομονές δηλαδή που δεν έφτασαν ποτέ

Οι Μεγάλες Παρασκευές

Με τον Επιτάφιο να σκιάζει τη ματαιότητα

φόβους  να παίρνει κι εμάς

στιγμές που ίστανται

ένα μήπως πριν την αιωνιότητα

αλλά δεν

το πιστεύουν. 

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΟΙ ΟΙ ΝΟΣΤΑΛΓΟΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ




ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΟΙ ΟΙ ΝΟΣΤΑΛΓΟΙ ΑΦΗΡΗΜΕΝΩΝ ΙΔΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.

Απαντητική σε άρθρα του κου Καρκαγιάννη στη εφημερίδα Καθημερινή (22 και 29-3-2009)

 

Η εικονομαχία είναι με βεβαιότητα μια σημαντική διαμάχη που συγκλόνισε τον ανατολικό χριστιανικό κόσμο για ενάμισυ περίπου αιώνα (726-843) και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία του Βυζαντίου μέχρι την πτώση του αλλά και τον ελληνικό γενικότερα κόσμο μέχρι σήμερα. Η διαμάχη αυτή τα αίτια της οποίας είναι σίγουρα δυσερμένευτα και για τα οποία έχουν γραφτεί πάμπολλες ερμηνείες, ενώ αρχικά ξεκίνησε ως απόπειρα του αυτοκράτορα Λέοντα Γ  να αποκαθάρει την χριστιανικη λατρεία απο πρακτικές μη αρμόζουσες στην καθαρότητα της, κατέληξε σε μιά δογματική διαμάχη η οποία αφορούσε το προσωπο του Χριστού, και άρα στο πώς της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και επομένως στο πως της σωτηρίας του.

Έμμεσα η διαμάχη έθιξε μείζονα αισθητικά ζητήματα επιπτρέποντας τη διαμόρφωση μιας θεωρίας για την τεχνη και την εικόνα μοναδικής στην ιστορία των αισθητικών θεωρίων και η οποία δυστυχώς παραμενει εν πολλοίς μέχρι σημερα περιθωριοποιημένη στα αζήτητα.

Η βασική επιχειρηματολογία των εικονομάχων της πρώτης περιόδου περιορίζεται κυρίως σε επίκληση διατάξεων της Π.Δ που απογορεύουν τον εξεικονισμό του Θεού. Στην απάντηση  όμως του άγιου Ιωάννη του Δαμασκηνού ὄτι μετά την ενανθρώπιση του Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας, ο εξεικονισμός του Θεού επιτρέπεται καθόσον η ανθρωπότητα πλέον έχει δεί το προσωπο του Χριστού, οι εικονομάχοι  ασυντάσσονται και με τον κατά τα άλλα αξιόλογο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Ε διαμορφώνουν μια θεολογική επιχειρηματολογία η οποία αμφισβητεί και απορρίπτει τη δυνατότητα εξεικονισμού του Χριστού.  Το βασιλό του επιχείρημα ήταν ότι δεν μπορεί να εξεικονιστεί ένα προσωπο που είναι και Θεός και άνθρωπος εφόσον μιά πραγματική εικόνα πρέπει να περιγράφει και τις δύο φύσεις του εικονιζομένου. Έτσι, στο βαθμό που για τη βυζαντινή-ορθόδοξη σκέψη ο Θεός- η Θεία ουσία- είναι απερἰπγραπτος ο εξεικονισμός κρίνεται αδύνατος και προκρίνεται ως αυθεντική εικόνα του Χριστού η Θεία Ευχαριστία.

Το δογματικό ζήτημα που δημιουργούσαν  εικονομάχοι  καταργούσε την πραγματικότητα της Ενανθρώπισης του Λόγου. Αν ο Χριστός δεν μπορούσε να εξεικονιστεί όπως κάθε άνθρωπος άρα δεν ἐγινε πραγματικός άνθρωπος. Συνεπώς δεν υπήρξε ποτέ η ένωση Θεού και ανθρώπου στο προσωπό Του και άρα δεν πραγματώθηκε η σωτηρία της ανθρώπινης φύσης που μονον ως ασύγχυτη ένωση με το άκτιστο μπορεί να νοηθεί. Η εικονομαχία ήταν επομένως μια αίρεση δογματικής φυσης κι όχι απλώς μια απόπειρα να καθαρθεί η χριστιανική λατρεία και επομένως μια προοδευτική κίνηση. Ήταν μια άκρως συντηρητική κίνηση διότι, αμφισβητώντας την πλήρη ανθρωπότητα του Χριστού καταργούσε τη δυνατότητα του ανθρώπου να κοινωνήσει με το Θεό και να ενωθεί μαζί του. Ανεξάρτητα απο το αν κάποιος πιστεύει τη χριστιανική Αλήθεια, οφείλει να δεχτεί ότι η κατανόηση της γνωσης του θεού ως μετοχής και ένωσης μαζί του, τονίζοντας την έννοια της κοινωνίας και της των πάντων ενότητας, είναι απο κοινωνιολογική άποψη τό λιγώτερο ενδιαφέρουσα. Με την εικονομαχική λογική ο θεός γίνεται μια απωθυμένη στο επέκεινα πραγματικότητα η οποία δεν επικοινωνεί με τον άνθρωπο. Γίνεται μια μεταφυσική έννοια και όχι ένα γεγονός ζωής που υπάρχει σε σχέση με τον άνθρωπο επιτρέποντας σε αυτόν την μέθεξη στον κόσμο Του. Οι εικονομάχοι, υποστηρίζοντας το ανεικόνιστο του Χριστού, κατέληγαν, προφανώς άθελά τους, σε μιά θεολογία της απουσίας του Θεού κι όχι σε μιά θεολογία παρουσίας Του. Η απάντηση των όσων τιμούσαν τις εικόνες - τούς  οποίους είναι άδικο να αποκαλούμε εικονολάτρες στο βαθμό που απο την αρχή διευκρίνησαν ότι αυτό που αποδίδεται στις εικονες δεν είναι λατρεία αλλά τιμή- εστιάστηκε στον ορισμό του εξεικονισμού και στη οριοθέτησή του για πρωτη φορά με τόση σαφήνεια απο όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε. Ο εξεικονισμός δεν συνιστά περιγραφή της ουσίας του εικονιζομένου αλλά παρουσίαση της ύπαρξής του. Η εικόνα μας λέει ότι κάτι υπάρχει αλλά δεν μας λέει τί είναι αυτό που υπάρχει.  Η εικόνα του Χριστού παρουσιάζει οπτική μαρτυρία για το πρόσωπό Του αλλά δεν περιγράφει τις φύσεις Του. Η εικόνα λοιπόν εικονίζει τον τρόπο υπάρξεως , την υπόσταση όχι όμως και την φύση αυτού που εικονίζεται. Και ο εξεικονισμός γίνεται όχι με τη δημιουργική φαντασία του ζωγράφου αλλά με την παρουσιάση του ορατού στοιχείου της υπόστασης παντός εικονιζομένου, δηλαδή με την καταγραφή της πραγματικής προσωπικής μορφής του. Έτσι η μορφή κάθε προσώπου είναι η εικόνα του, το δείχνει αλλά δεν περιγράφει την ουσία του. Το ίδιο ισχὔει και  για το Χριστό του οποίου εικονίζεται η υπόσταση με την καταγραφή της μορφής του. Έτσι ο Χριστός κατα τον αγιο Θεόδωρο το Στουδίτη ως έμμορφος και άρα πραγματικος άνθρωπος γεννήθηκε εξεικονισμένος. Η εικόνα αυτή δεν περιγράφει τις φύσεις του αλλά μας λέει ότι το πρόσωπο αυτό είναι υπαρκτό και έχει αυτήν τη μορφή. Άρα η εικόνα αποτελεί μαρτυρία που πιστοποιεί την πραγματικότητα της ύπαρξης ενός προσώπου. Και εφόσον η εικόνα φέρει την πραγματική μορφή ενός εικονιζομένου γιαυτό είναι προσκυνητή και η προσκύνηση διαβαίνει στο πρωτότυπο. 

Με την εικόνα έχουμε μαρτυρία της ύπαρξης ενός προσώπου και  ταυτόχρονα τη δυνατότητα της παρουσίας του, ενω με την εικονομαχική λογική το πρόσωπο γινεται ανεικόνιστο και άρα αφηρημένη ιδέα και έννοια και άρα απών απο την πραγματικότητά μας. Μιά υψηλή αλλά απόμακρη και συνεπώς άχρηστη ιδέα που πιθανώς να ιντριγκάρει το νού αλλά αφήνει τον άνθρωπο σε ακόμη μεγαλύτερη  μοναξιά , σε ένα τοπίο θάνατου ασώματων ιδέων.

Η εικονομαχία υπήρξε με την έννοια αυτή πρόδρομος της δυτικής θρησκευτικής μεταρρύθμισης αλλά εν πολλοίς και  πολλών σύγχρονων εικονομαχικών τάσεων που εκφυλίζουν την εικόνα σε απλό μέσο στερώντας της τη βασική της λειτουργία, τη μαρτυρία του πραγματικού.

Η εικονομαχία έδωσε ἐμμεσα τη δυνατότητα διαμόρφωσης  μιας ιδιόμορφης αισθητικής πρότασης στην  οποία  θεμελιώθηκε η βυζαντινή ζωγραφική και η ανάπτυξη του καθ᾽ημάς πολιτισμού της εικόνας ο οποίος ευτυχώς μετα απο αιώνες περιφρόνησης διακαιώνεται πλέον συγκρινόμενος με τα επιτεύγματα του μοντερνισμού με τον οποίο φέρεται να έχει πολά κοινά στοιχεία. Σε βασικές γραμμές η πρόταση αυτή υποστηρίζει τα εξής:

Α) Η εικόνα ως η υποστατική μορφή παντός εικονιζομένου προϋπάρχει του δημιουργού της .

Β)  Ο ζωγράφος είναι κυρίως δημιουργός με τη ελληνική σημασία του όρου δηλάδη πρόσωπο που υπηρετεί μια κοινότητα, έναν δήμο και ως έργο του έχει να βρεί τρόπους κατάλληλης  παρουσίασης της μορφής στο θεατή.

Γ) Η ζωγραφική γινεται κυρίως ενασχόληση με τον τρόπο ύπαρξης τη μορφής με σημείο αναφοράς την αίσθηση του θεατή ο οποίος αναβιβάζεται σε αισθητικό κέντρο και κριτήριο της εικαστικής δημιουργίας.

Δ) Η εικόνα υφίσταται σειρά αλλοιώσεων προκειμένου να κινηθεί προς το χωρόχρονο των θεατών και να συναντήσει το θεατή της . Έτσι δημιουργείται ένα είδος πραγματικής εικονικότητας.Τα εικονιζόμενα της βυζαντινής ζωγραφικής,  σε αντίθεση με όσα επιδιώκει η δυτική τέχνη απο την Αναγέννηση και μετά, δεν διεκδικούν να έχουν δικό τους χωρόχρονο ως προς  τους θεατές και άρα να απουσιάζουν στο δικό τους εικονικό κόσμο.  Κινούνται στις ίδιες με τους θεατές χωροχρονικές διαστάσεις και επομένως παροντοποιούνται και υπάχουν μεσα απο τη δική τους ζωή. Αυτή η ζωγραφική του Βυζαντίου που ως βασικό της στόχο της έχει να παροντοποιήσει τα εικονιζόμενα και να τα καταστήσει αισθητική εμπειρία είναι ιδιαίτερα μοντέρνα η και μεταμοντέρνα θάλεγα και σήμερα πολλοι ερευνητές σε όλον το δυτικό κόσμο την ανακαλύπτουν και την θαυμάζουν επιχειρώντας μάλιστα να χτίσουν πάνω της σύγχρονες αισθητικές θεωρίες με ανθρωπολογικό και θεραπευτικό προσανατολισμό.

Ε) Εν κατακλειδι. Η ζωγραφική του Βυζαντίου δεν είναι μια απάνθρωπη αναζήτηση στον αφηρημένο χώρο του απρόσωπου και του  υπερβατικού αλλά μιά εκκλησιολογική απόπειρα να ενώθουν με εικαστικό τρόπο τα διεστώτα και να προσφερθεί, σε όσους θέλουν, οπτική μαρτυρία της Βασιλείας των Ουρανών ως κοινωνίας αγάπης Θεού και ανθρώπων.

Πολλές άλλες παράμετροι της αισθητικής αυτής θεωρίας έχουν μεγάλο ένδιαφέρον αλλά δεν είναι της ώρας να παρουσιαστούν. Ισως εν καιρῳ και με άλλη ευκαιρία.