ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΟΙ ΟΙ ΝΟΣΤΑΛΓΟΙ ΑΦΗΡΗΜΕΝΩΝ ΙΔΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.
Απαντητική σε άρθρα του κου Καρκαγιάννη στη εφημερίδα Καθημερινή (22 και 29-3-2009)
Η εικονομαχία είναι με βεβαιότητα μια σημαντική διαμάχη που συγκλόνισε τον ανατολικό χριστιανικό κόσμο για ενάμισυ περίπου αιώνα (726-843) και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία του Βυζαντίου μέχρι την πτώση του αλλά και τον ελληνικό γενικότερα κόσμο μέχρι σήμερα. Η διαμάχη αυτή τα αίτια της οποίας είναι σίγουρα δυσερμένευτα και για τα οποία έχουν γραφτεί πάμπολλες ερμηνείες, ενώ αρχικά ξεκίνησε ως απόπειρα του αυτοκράτορα Λέοντα Γ να αποκαθάρει την χριστιανικη λατρεία απο πρακτικές μη αρμόζουσες στην καθαρότητα της, κατέληξε σε μιά δογματική διαμάχη η οποία αφορούσε το προσωπο του Χριστού, και άρα στο πώς της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και επομένως στο πως της σωτηρίας του.
Έμμεσα η διαμάχη έθιξε μείζονα αισθητικά ζητήματα επιπτρέποντας τη διαμόρφωση μιας θεωρίας για την τεχνη και την εικόνα μοναδικής στην ιστορία των αισθητικών θεωρίων και η οποία δυστυχώς παραμενει εν πολλοίς μέχρι σημερα περιθωριοποιημένη στα αζήτητα.
Η βασική επιχειρηματολογία των εικονομάχων της πρώτης περιόδου περιορίζεται κυρίως σε επίκληση διατάξεων της Π.Δ που απογορεύουν τον εξεικονισμό του Θεού. Στην απάντηση όμως του άγιου Ιωάννη του Δαμασκηνού ὄτι μετά την ενανθρώπιση του Λόγου, του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας, ο εξεικονισμός του Θεού επιτρέπεται καθόσον η ανθρωπότητα πλέον έχει δεί το προσωπο του Χριστού, οι εικονομάχοι ασυντάσσονται και με τον κατά τα άλλα αξιόλογο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Ε διαμορφώνουν μια θεολογική επιχειρηματολογία η οποία αμφισβητεί και απορρίπτει τη δυνατότητα εξεικονισμού του Χριστού. Το βασιλό του επιχείρημα ήταν ότι δεν μπορεί να εξεικονιστεί ένα προσωπο που είναι και Θεός και άνθρωπος εφόσον μιά πραγματική εικόνα πρέπει να περιγράφει και τις δύο φύσεις του εικονιζομένου. Έτσι, στο βαθμό που για τη βυζαντινή-ορθόδοξη σκέψη ο Θεός- η Θεία ουσία- είναι απερἰπγραπτος ο εξεικονισμός κρίνεται αδύνατος και προκρίνεται ως αυθεντική εικόνα του Χριστού η Θεία Ευχαριστία.
Το δογματικό ζήτημα που δημιουργούσαν εικονομάχοι καταργούσε την πραγματικότητα της Ενανθρώπισης του Λόγου. Αν ο Χριστός δεν μπορούσε να εξεικονιστεί όπως κάθε άνθρωπος άρα δεν ἐγινε πραγματικός άνθρωπος. Συνεπώς δεν υπήρξε ποτέ η ένωση Θεού και ανθρώπου στο προσωπό Του και άρα δεν πραγματώθηκε η σωτηρία της ανθρώπινης φύσης που μονον ως ασύγχυτη ένωση με το άκτιστο μπορεί να νοηθεί. Η εικονομαχία ήταν επομένως μια αίρεση δογματικής φυσης κι όχι απλώς μια απόπειρα να καθαρθεί η χριστιανική λατρεία και επομένως μια προοδευτική κίνηση. Ήταν μια άκρως συντηρητική κίνηση διότι, αμφισβητώντας την πλήρη ανθρωπότητα του Χριστού καταργούσε τη δυνατότητα του ανθρώπου να κοινωνήσει με το Θεό και να ενωθεί μαζί του. Ανεξάρτητα απο το αν κάποιος πιστεύει τη χριστιανική Αλήθεια, οφείλει να δεχτεί ότι η κατανόηση της γνωσης του θεού ως μετοχής και ένωσης μαζί του, τονίζοντας την έννοια της κοινωνίας και της των πάντων ενότητας, είναι απο κοινωνιολογική άποψη τό λιγώτερο ενδιαφέρουσα. Με την εικονομαχική λογική ο θεός γίνεται μια απωθυμένη στο επέκεινα πραγματικότητα η οποία δεν επικοινωνεί με τον άνθρωπο. Γίνεται μια μεταφυσική έννοια και όχι ένα γεγονός ζωής που υπάρχει σε σχέση με τον άνθρωπο επιτρέποντας σε αυτόν την μέθεξη στον κόσμο Του. Οι εικονομάχοι, υποστηρίζοντας το ανεικόνιστο του Χριστού, κατέληγαν, προφανώς άθελά τους, σε μιά θεολογία της απουσίας του Θεού κι όχι σε μιά θεολογία παρουσίας Του. Η απάντηση των όσων τιμούσαν τις εικόνες - τούς οποίους είναι άδικο να αποκαλούμε εικονολάτρες στο βαθμό που απο την αρχή διευκρίνησαν ότι αυτό που αποδίδεται στις εικονες δεν είναι λατρεία αλλά τιμή- εστιάστηκε στον ορισμό του εξεικονισμού και στη οριοθέτησή του για πρωτη φορά με τόση σαφήνεια απο όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε. Ο εξεικονισμός δεν συνιστά περιγραφή της ουσίας του εικονιζομένου αλλά παρουσίαση της ύπαρξής του. Η εικόνα μας λέει ότι κάτι υπάρχει αλλά δεν μας λέει τί είναι αυτό που υπάρχει. Η εικόνα του Χριστού παρουσιάζει οπτική μαρτυρία για το πρόσωπό Του αλλά δεν περιγράφει τις φύσεις Του. Η εικόνα λοιπόν εικονίζει τον τρόπο υπάρξεως , την υπόσταση όχι όμως και την φύση αυτού που εικονίζεται. Και ο εξεικονισμός γίνεται όχι με τη δημιουργική φαντασία του ζωγράφου αλλά με την παρουσιάση του ορατού στοιχείου της υπόστασης παντός εικονιζομένου, δηλαδή με την καταγραφή της πραγματικής προσωπικής μορφής του. Έτσι η μορφή κάθε προσώπου είναι η εικόνα του, το δείχνει αλλά δεν περιγράφει την ουσία του. Το ίδιο ισχὔει και για το Χριστό του οποίου εικονίζεται η υπόσταση με την καταγραφή της μορφής του. Έτσι ο Χριστός κατα τον αγιο Θεόδωρο το Στουδίτη ως έμμορφος και άρα πραγματικος άνθρωπος γεννήθηκε εξεικονισμένος. Η εικόνα αυτή δεν περιγράφει τις φύσεις του αλλά μας λέει ότι το πρόσωπο αυτό είναι υπαρκτό και έχει αυτήν τη μορφή. Άρα η εικόνα αποτελεί μαρτυρία που πιστοποιεί την πραγματικότητα της ύπαρξης ενός προσώπου. Και εφόσον η εικόνα φέρει την πραγματική μορφή ενός εικονιζομένου γιαυτό είναι προσκυνητή και η προσκύνηση διαβαίνει στο πρωτότυπο.
Με την εικόνα έχουμε μαρτυρία της ύπαρξης ενός προσώπου και ταυτόχρονα τη δυνατότητα της παρουσίας του, ενω με την εικονομαχική λογική το πρόσωπο γινεται ανεικόνιστο και άρα αφηρημένη ιδέα και έννοια και άρα απών απο την πραγματικότητά μας. Μιά υψηλή αλλά απόμακρη και συνεπώς άχρηστη ιδέα που πιθανώς να ιντριγκάρει το νού αλλά αφήνει τον άνθρωπο σε ακόμη μεγαλύτερη μοναξιά , σε ένα τοπίο θάνατου ασώματων ιδέων.
Η εικονομαχία υπήρξε με την έννοια αυτή πρόδρομος της δυτικής θρησκευτικής μεταρρύθμισης αλλά εν πολλοίς και πολλών σύγχρονων εικονομαχικών τάσεων που εκφυλίζουν την εικόνα σε απλό μέσο στερώντας της τη βασική της λειτουργία, τη μαρτυρία του πραγματικού.
Η εικονομαχία έδωσε ἐμμεσα τη δυνατότητα διαμόρφωσης μιας ιδιόμορφης αισθητικής πρότασης στην οποία θεμελιώθηκε η βυζαντινή ζωγραφική και η ανάπτυξη του καθ᾽ημάς πολιτισμού της εικόνας ο οποίος ευτυχώς μετα απο αιώνες περιφρόνησης διακαιώνεται πλέον συγκρινόμενος με τα επιτεύγματα του μοντερνισμού με τον οποίο φέρεται να έχει πολά κοινά στοιχεία. Σε βασικές γραμμές η πρόταση αυτή υποστηρίζει τα εξής:
Α) Η εικόνα ως η υποστατική μορφή παντός εικονιζομένου προϋπάρχει του δημιουργού της .
Β) Ο ζωγράφος είναι κυρίως δημιουργός με τη ελληνική σημασία του όρου δηλάδη πρόσωπο που υπηρετεί μια κοινότητα, έναν δήμο και ως έργο του έχει να βρεί τρόπους κατάλληλης παρουσίασης της μορφής στο θεατή.
Γ) Η ζωγραφική γινεται κυρίως ενασχόληση με τον τρόπο ύπαρξης τη μορφής με σημείο αναφοράς την αίσθηση του θεατή ο οποίος αναβιβάζεται σε αισθητικό κέντρο και κριτήριο της εικαστικής δημιουργίας.
Δ) Η εικόνα υφίσταται σειρά αλλοιώσεων προκειμένου να κινηθεί προς το χωρόχρονο των θεατών και να συναντήσει το θεατή της . Έτσι δημιουργείται ένα είδος πραγματικής εικονικότητας.Τα εικονιζόμενα της βυζαντινής ζωγραφικής, σε αντίθεση με όσα επιδιώκει η δυτική τέχνη απο την Αναγέννηση και μετά, δεν διεκδικούν να έχουν δικό τους χωρόχρονο ως προς τους θεατές και άρα να απουσιάζουν στο δικό τους εικονικό κόσμο. Κινούνται στις ίδιες με τους θεατές χωροχρονικές διαστάσεις και επομένως παροντοποιούνται και υπάχουν μεσα απο τη δική τους ζωή. Αυτή η ζωγραφική του Βυζαντίου που ως βασικό της στόχο της έχει να παροντοποιήσει τα εικονιζόμενα και να τα καταστήσει αισθητική εμπειρία είναι ιδιαίτερα μοντέρνα η και μεταμοντέρνα θάλεγα και σήμερα πολλοι ερευνητές σε όλον το δυτικό κόσμο την ανακαλύπτουν και την θαυμάζουν επιχειρώντας μάλιστα να χτίσουν πάνω της σύγχρονες αισθητικές θεωρίες με ανθρωπολογικό και θεραπευτικό προσανατολισμό.
Ε) Εν κατακλειδι. Η ζωγραφική του Βυζαντίου δεν είναι μια απάνθρωπη αναζήτηση στον αφηρημένο χώρο του απρόσωπου και του υπερβατικού αλλά μιά εκκλησιολογική απόπειρα να ενώθουν με εικαστικό τρόπο τα διεστώτα και να προσφερθεί, σε όσους θέλουν, οπτική μαρτυρία της Βασιλείας των Ουρανών ως κοινωνίας αγάπης Θεού και ανθρώπων.
Πολλές άλλες παράμετροι της αισθητικής αυτής θεωρίας έχουν μεγάλο ένδιαφέρον αλλά δεν είναι της ώρας να παρουσιαστούν. Ισως εν καιρῳ και με άλλη ευκαιρία.